θώκος

θώκος
ο место, кресло (почётное);

προεδρικός θώκος — председательское место, кресло;

οι θώκοι τού σταδίου — почётные места на стадионе;

υπουργικοί θώκοι — министерские кресла


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θώκος" в других словарях:

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • θώκος — ο 1. ιδιαίτερο κάθισμα, συνήθως για επισήμους: Προεδρικός θώκος. 2. αξίωμα: Κατέλαβε τον υπουργικό θώκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θῶκος — θᾶκος seat masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] …   Dictionary of Greek

  • θάκος — θᾱκος, επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, ό (Α) βλ. θώκος …   Dictionary of Greek

  • θόωκος — θόωκος, ὁ (Α) θώκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού θώκος*] …   Dictionary of Greek

  • υψίθωκος — και ύψιθόωκος, ον, Α ὑψίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό θωκος] …   Dictionary of Greek

  • девать — одевать, ст. слав. одѣвати и т. д., итер. от деть. Ср. лит. dėvėti носить на себе (платье) , греч. ἔθεαν, τιθέασι, θῶκος сидение из *θόακος (Фик 1, 465; Бецценбергер – Фик, ВВ 6, 238) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ORNITHOMANTIA — Graecis dicta fuit, ex avibus praesagia desumendi ars: Has enim Deorum ministras, ab iisdem hominibus obici, ut futura ex illis discerent, veteri superstitione creditum. Ovid. Fastor. l. 1. v. 447. Nam Diis ut proxima quaeque, Nunc pennâ veras,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αντιθόωκος — ἀντιθόωκος, ον (Α) ο αντίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θόωκος, επικ. τ. του θώκος «έδρα, κάθισμα»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»